- ενανθρώπηση
- Η ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Ιησού, σύμφωνα με τη χριστιανική δογματική, που αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής πίστης, αλλά και τη βάση της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, ο Ιησούς πήρε σάρκα από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία και έγινε τέλειος άνθρωπος, όμοιος σε όλα με το ανθρώπινο γένος, εκτός από το γεγονός ότι δεν είχε γνωρίσει την αμαρτία. Αιτία της ε. ήταν το προπατορικό αμάρτημα, από το οποίο ο άνθρωπος κινδύνευε να πέσει στην αφάνεια και να χαθεί. Σώθηκε χάρη στην πανσοφία και στη φιλευσπλαχνία του Δημιουργού, ο οποίος με την ενσάρκωση συνετέλεσε στην ανθρώπινη σωτηρία. Με την ε. ενώθηκαν υποστατικά στο πρόσωπο του Θεού η θεία και η ανθρώπινη φύση «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως», όπως όρισε η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα (451). Το γεγονός αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής θρησκείας, γι’ αυτό και όσοι προσπάθησαν να το ερμηνεύσουν με τη λογική θεωρήθηκαν άπιστοι ή αιρετικοί. Δεν πρέπει, εξάλλου, να συγχέεται με κάθε άλλη ε. και αναφερόμενη ανθρωπόμορφη εμφάνιση θεϊκών όντων, που απαντούν σε εξωχριστιανικά θρησκεύματα.
* * *η (AM ἐνανθρώπησις)1. η ενσάρκωση τού Υιού τού Θεού (τού Ιησού) και η παρουσία και συγκατοίκησή του ανάμεσα στους ανθρώπους, με σκοπό τη σωτηρία τού ανθρώπουαποτελεί θεμελιώδη διδασκαλία και «μέγα μυστήριον» τής χριστιανικής πίστεως, αλλά και ιστορικό γεγονός που ανταποκρίνεται στην πανανθρώπινη λυτρωτική προσπάθεια και στις σχετικές προφητείες τής Παλαιάς Διαθήκης («τοῡ Χριστοῡ τὴν θείαν ὁμολογῶν ἐνανθρώπησιν», Μηναία, Ωδ. 3)2. ιατρ. η διαβίβαση μέσα από το ανθρώπινο σώμα δαμάλειας ύλης, πριν χρησιμοποιηθεί ως εμβόλιο σε μόσχους.
Dictionary of Greek. 2013.